φιμώσῃς

φιμώσῃς
φῑμώσῃς , φιμόω
muzzle
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”